κριτικός, -ή, -ό επίθ. [<αρχ. κριτικός < κριτής (Κ -ή, -όν) ο αναφερόμενος στην κρίση ή τον κριτή // ο ικανός να κρίνει, που έχει κρίση // ο, η κριτικός ως ουσ., ο ασχολούμενος με τη λογοτεχνική ή καλλιτεχνική κριτική // θηλ. η κριτική, η νοητική ενέργεια της κρίσης // η αξιολόγηση φαινομένων, καταστάσεων κλπ. // (ειδ) η διατύπωση γνώμης για πνευματικά ή καλλιτεχνικά έργα // η επίκριση έργων η πράξεων